καθαρμόζουσα

καθαρμόζουσα
καθαρμόζω
join
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθαρμόζω — (Α καθαρμόζω) εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αρμόζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”